-
1 ανιερος
21) неосвященный(νόθος καὴ ἀ. παῖς Plat.)
2) не принесший жертвы, не очистившийся жертвоприношениями(κούρα Eur.)
3) нечестивый, безбожный(θράσος Aesch.; ὁμιλία Plut.)
-
2 αποκηρυκτος
1 ανιερος
(νόθος καὴ ἀ. παῖς Plat.)
(κούρα Eur.)
(θράσος Aesch.; ὁμιλία Plut.)
2 αποκηρυκτος